λιχάζω

λιχάζω
(I)
λιχάζω (Α)
επιθυμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιχ- (μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. λείχω* «γλείφω»), κατά τα ρ. σε -άζω].
————————
(II)
λιχάζω (Α)
ρίχνω κάποιον, τόν κατακρημνίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιχάς (κατά τον Ησύχ.) «απότομος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”